προκλήσεως

προκλήσεως
προκλήσεω̆ς , πρόκλησις
calling forth
fem gen sg (attic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • προκλητής — ὁ, Α [προκαλῶ] δράστης προκλήσεως …   Dictionary of Greek

  • φωτοπηξία — η, Ν ιατρ. μέθοδος προκλήσεως πήξεως στον βυθό τού οφθαλμού με τη βοήθεια συγκλινουσών φωτεινών ακτίνων, η οποία αξιοποιεί τις οπτικές ιδιότητες τών διαθλαστικών μέσων τού ματιού, που βοηθούν σημαντικά στην εστίαση τού φωτός σε ένα ακριβές σημείο …   Dictionary of Greek

  • ψυχοπλαστικότητα — η, Ν ιατρ. ικανότητα που χαρακτηρίζει την υστερική προσωπικότητα και συνίσταται στην τάση προκλήσεως σωματικών συμπτωμάτων υπό την επίδραση ψυχικών παραστάσεων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. psychoplasticite (< ψυχή + πλαστικότητα)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”